…δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Γ. Σεφέρης
Αρχιτεκτονικοί θησαυροί που χάθηκαν για πάντα. Σπίτια κομψοτεχνήματα και κτίρια της περιόδου 1830 έως 1940 που κατεδαφίστηκαν χωρίς αιδώ και τύψη, διαγράφοντας μαζί τους θραύσματα ιστορίας και μνήμες ανθρώπων. Το ιερό δισκοπότηρο της αντιπαροχής σάρωσε στις δεκαετίες του 1950, 1960 και κατά τη δικτατορία το ανθρώπινο και όμορφο πρόσωπο της πρωτεύουσας και των άλλων πόλεών μας. Ελάχιστα διασώθηκαν – ούτε το 20% από αυτά.
Η μη κερδοσκοπική οργάνωση Monumenta έχει αποδυθεί από το 2013 σε έναν αγώνα δρόμου για την καταγραφή και ανάδειξη κτιρίων του 19ου και του 20ού αιώνα με σκοπό τη μελέτη τους αλλά και την προστασία και ανάδειξή τους. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 10.690 κτίρια, έχουν συλλεχθεί προφορικές μαρτυρίες για την ιστορία τους, έχει διενεργηθεί βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα καθώς και αναζήτηση φωτογραφιών, εγγράφων και σχεδίων.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η συντονίστρια, αρχαιολόγος της Monumenta, Ειρήνη Γρατσία παρουσίασε το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί και μίλησε για τα κτίρια και τις ζωές των ανθρώπων καθώς, όπως τόνισε, «οι ζωές των κτιρίων είναι οι ζωές των ανθρώπων που έζησαν σε αυτά».
Ολα ξεκίνησαν από το διώροφο σπίτι της οδού Ραβινέ αρ. 15 στο Κολωνάκι πριν από έντεκα χρόνια. Τότε άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης αυτής της κατοικίας, μιας από τις τελευταίες αντιπροσωπευτικές της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου που σώζονταν στην Αθήνα, για να αναγερθεί στη θέση της ακόμη μια άμορφη πολυκατοικία.
Οι κάτοικοι αντέδρασαν σημειώνοντας με υπομνήματά τους πως «εμείς, οι κάτοικοι της περιοχής που αγαπάμε τη πόλη μας, τη γειτονιά μας και σεβόμαστε την κληρονομιά μας αλλά και την ιστορική μνήμη, απαιτούμε από όλους τους αρμόδιους φορείς, να σκύψουν με τη δέουσα προσοχή αλλά και με τον ίδιο σεβασμό στην υπόθεση και να σταματήσουν αμέσως κάθε εργασία…» και πρόσθεταν πως «η αναπόφευκτη ανέγερση στη θέση αυτής της οικίας ακόμη μιας πολυκατοικίας θα καταστρέψει το ύφος της περιοχής, θα μεταβάλει την ανθρώπινη κλίμακά της, θα κρύψει το φως και θα εμποδίσει την κυκλοφορία του αέρα, με αποτέλεσμα ο δρόμος μας να χάσει την ιδιαιτερότητά του και να γίνει ακόμη ένας απρόσωπος δρόμος φτιαγμένος από μπετόν».
Παράλληλα, στην έκκλησή τους προς τους αρμόδιους φορείς διεκδίκησαν την κήρυξη της συγκεκριμένης οικίας ως διατηρητέου μνημείου καθώς, όπως σημείωναν, «η αξία της είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί διατηρεί τον πολεοδομικό ιστό της περιοχής και διαφυλάσσει την ιστορική μνήμη της. […] Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ως Ελληνες έχουμε την ευθύνη αλλά και την υποχρέωση να διατηρήσουμε ζωντανές τις μνήμες μας».
Η επίκληση πάντως της μνήμης και της κληρονομιάς ουδόλως συγκίνησε τους αρμοδίους. Το οίκημα κατεδαφίστηκε παραχωρώντας τη θέση του σε ακόμη μια πολυκατοικία, σε έναν απρόσωπο δρόμο φτιαγμένο από μπετόν. Κάπως έτσι δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα και το 2013 η Monumenta με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος ξεκινά την καταγραφή και την ανάδειξη των κτιρίων της συγκεκριμένης περιόδου (1830-1940).
Οι βασικοί συνεργάτες του προγράμματος, αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι, οι Γεωργία Γκουμοπούλου, Ειρήνη Γρατσία, Στέλιος Λεκάκης, Φωτεινή Μπέλλιου, Γιώργος Νίνος και Ζαννή Πιττακίδη, αναλαμβάνουν την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης του προγράμματος. Παράλληλα, σημαντική είναι η συνεισφορά των εθελοντών, κυρίως αρχιτεκτόνων, αρχαιολόγων και πολιτικών μηχανικών, που εκπαιδεύτηκαν και συμμετείχαν στην καταγραφή.
Η καταγραφή των κτιρίων και η συγκέντρωση του αρχειακού υλικού δεν περιορίζεται στην Αθήνα αλλά περιλαμβάνει τις Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Σκιάθο, Νάξο και Γορτυνία. Στα δελτία καταγραφής που σχεδιάστηκαν συγκεντρώνονται όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για την τεκμηρίωση ενός κτιρίου, ενώ για τη σύνταξή τους χρησιμοποιήθηκαν βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται από αρμόδιους φορείς προστασίας και επιστημονικούς φορείς της χώρας και διεθνώς.
Στα δελτία καταχωρίζονται η διεύθυνση του κτιρίου, η ιδιοκτησία του, η αρχική αλλά και η σημερινή χρήση του, τα χαρακτηριστικά του κτίσματος, οι αρχιτέκτονες, τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, το έτος ανέγερσης, τα πρόσωπα που έχουν σχέση με το κτίσμα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα, αν έχει δηλαδή υποστεί μετατροπές και αλλοιώσεις, λαμβάνονται φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες της γειτονιάς ενώ καταγράφεται ακόμη και ο περιβάλλων χώρος του κτίσματος, όπως τα δέντρα και τα είδη των φυτών.
Κατά τη διαδικασία καταγραφής του αρχειακού υλικού –μέσω των προφορικών μαρτυριών και της αναζήτησης βιβλιογραφίας– συγκεντρώθηκαν πληροφορίες και για κτίρια που έχουν κατεδαφιστεί, τα οποία συμπεριελήφθησαν στη βάση δεδομένων που έχει δημιουργηθεί, ενώ στην ιστοσελίδα www.docathens.org γίνεται η ανάρτηση του υλικού.
Θέλω να πατάω τη γη
«Η διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων πόρτα πόρτα είναι μια μαγική διαδικασία. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 210 προφορικές συνεντεύξεις», θα πει κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στο Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας η Ειρ. Γρατσία. «Χτυπάγαμε τα κουδούνια ζητώντας τη συνδρομή των ενοίκων, αφήναμε έντυπα κάτω από τις πόρτες. Τα κτίρια δεν τα είδαμε μόνο ως κέλυφος αλλά αναζητήσαμε τις ζωές των κτιρίων και οι ζωές τους είναι οι άνθρωποι». Αίφνης αναδύθηκε μια Αθήνα ανθρώπινη και προσιτή.
«Φιλόξενοι άνθρωποι που ήθελαν να κουβεντιάσουν και να μοιραστούν τις μνήμες τους», θα προσθέσει η κ. Γρατσία στις «Νησίδες». «Ειδικά οι ηλικιωμένοι που με συγκίνηση ανασύρουν από τη μνήμη τους γεγονότα: “Να, εδώ, αυτό το σπίτι είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς” ή εδώ “εκτελέστηκαν άνθρωποι”. Θυμάμαι μια γιαγιά, τη συγκίνηση που ένιωσε όταν της πήραμε συνέντευξη. Είχε αρνηθεί πεισματικά να δώσει το οίκημα σε αντιπαροχή παρά τις προτροπές των γύρω της. “Θέλω να πατάω στη γη. Γι’ αυτό δεν έδωσα ποτέ το σπίτι” μας είπε. Και κατά κάποιο τρόπο με την επαφή μαζί μας ήταν σαν να δικαιώθηκε γι’ αυτή την επιλογή της και την αντίστασή της στον οδοστρωτήρα της αντιπαροχής», τονίζει η συντονίστρια της Monumenta. «Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε χρόνο, θα πρέπει να βιαστούμε για να προλάβουμε τις γενιές της δεκαετίας του ’30 και του ’40», θα καταλήξει χαρακτηριστικά.
Πέραν των προφορικών μαρτυριών, στη διαδικασία της καταγραφής πολλά στοιχεία διαδραμάτισαν τον ρόλο τους, όπως καταστατικά πολυκατοικιών, προικοσύμφωνα, συμβόλαια, άδειες οικοδόμησης, οδηγίες κατασκευής καταφυγίων, ακόμη και τηλεφωνικοί κατάλογοι προ του 1950. Πάντως, χαρακτηριστική είναι η έλλειψη σεβασμού που επιδείχθηκε σε σημαντικά αρχεία τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Αρχεία πεταμένα στο νοσοκομείο «Ελενα» και στην ΠΥΡΚΑΛ.
Παράλληλα, ουκ ολίγες δυσκολίες αντιμετώπισε η ομάδα στη συνεργασία της με δημόσιες υπηρεσίες. Ενας δε χαμένος θησαυρός είναι αυτός του Αρχείου Πολεοδομίας της πλατείας Θεάτρου, που πλημμύρισε καθιστώντας έτσι την Αθήνα την μόνη πόλη που δεν διαθέτει αρχείο για τις άδειες οικοδομών του 1830.
Δεν συνιστά βεβαίως έκπληξη το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία της καταγραφής διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει κατάλογος σχολικών κτιρίων που χτίστηκαν την περίοδο 1830-1940. Κάπως έτσι ξεκίνησε η σύνταξη αντίστοιχου καταλόγου, ενώ σχεδιάστηκε και εκπαιδευτικό πρόγραμμα υπό τον τίτλο «Καταγράφω ένα παλιό κτίριο, ανακαλύπτω την ιστορία του». Και οι μαθητές του 56ου Γυμνάσιου της Αθήνας, που βρίσκεται επί της λεωφόρου Κηφισίας 4, έμαθαν και κατέγραψαν την ιστορία του σχολείου τους, καθώς στο ιστορικό αυτό κτίριο έγινε η παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς το 1940.
Η συμβολή αρχιτεκτόνων και άλλων
Οπως και το 35ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Κωλέττη, το οποίο στεγάζεται σε ιστορικό κτίριο που κατασκευάστηκε το 1932 για να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών και διέπεται από τις αρχές του μοντέρνου κινήματος.
Σημαντική είναι η συμβολή των αρχείων αρχιτεκτόνων που παραδόθηκαν από τους ίδιους ή τα παιδιά τους για την προαγωγή της ερευνητικής εργασίας της Monumenta. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλεται στα αρχεία Γιώργου Διαμαντόπουλου (αρχιτέκτονας Ερυθρού Σταυρού), Δημήτρη Φιλιππίδη για τα προσφυγικά του Ιλισού, Αλέξανδρου Παπαγεωργίου Βενετά για την Πλάκα, Νίκου Καλογερά για την κατεδάφιση των νεοκλασικών, Δημήτρη Ευταξιόπουλου για τα προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας, καθώς και στο πολύτιμο αρχείο του συλλέκτη Γιάννη Λάμπρου που αφορά τα παλαιά κτίρια. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και το αρχείο της κατασκευαστικής εταιρείας «Εργοληπτική» που δραστηριοποιήθηκε την περίοδο 1920-1939.
Ενας από τους βασικότερους συνεργάτες της κατασκευαστικής υπήρξε ο πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Δρακόπουλος που κατασκεύασε εκατοντάδες κτίρια, οικήματα, ξενοδοχεία, όπως και τον σιδηρόδρομο της Ομόνοιας.
Η λαίλαπα των κατεδαφίσεων
Η συνοικία των προσφυγικών του Ιλισού κατεδαφίστηκε το 1967, στα Ανω Πατήσια, στην οδό Ζαμπελίου, απέμεινε μόνο το πεύκο (πάλι καλά!), η Πλάκα διασώθηκε χάρη στην επέμβαση ανθρώπων της διανόησης, της τέχνης, αρχιτεκτόνων και πολιτικών. Ενας τεράστιος θησαυρός απολέσθηκε διά παντός.
«Κάθε κτίριο από αυτά ήταν μοναδικό», θα σημειώσει με πικρία η κ. Γρατσία. Το 80% με 90% αυτών των κομψοτεχνημάτων χάθηκε. «Αναλογιστείτε, σε μια περιοχή με δέκα τέτοια κτίσματα διασώθηκαν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα με δύο» όπως θα αναφέρει χαρακτηριστικά η συντονίστρια της Monumenta.
Από το υπουργείο Πολιτισμού έχουν κηρυχθεί διατηρητέα 2.500 με 3.000 κτίσματα. Ομως απαιτείται να δοθούν κίνητρα οικονομικά στους ιδιοκτήτες και κληρονόμους αυτών των αριστουργημάτων για τη διάσωση και άλλων. Νεοκλασικά υπάρχουν ακόμη, όπως και κτίρια του Μεσοπολέμου ή του μεταπολεμικού μοντερνισμού, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν ως κόρη οφθαλμού και όχι να καταρρέουν μέσα στη μοναξιά τους, Και «ξέρεις τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις» (Γ. Σεφέρης).