Μέσα σε 15 χρόνια το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας έχει αλλάξει ριζικά, με υπερδιπλασιασμό του μεριδίου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) από 7% το 2004 σε 18% το 2018, όσο είναι και ο δεσμευτικός στόχος της χώρας για το έτος 2020, δηλαδή το μερίδιό της για την επίτευξη του στόχου 20% ΑΠΕ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οταν προδιαγραφόταν το 2008-2009 αυτή η αλλαγή, έμοιαζε σαν άλλη μια άσκηση επί χάρτου κυρίως λόγω του τότε κόστους των ΑΠΕ. Μεθυσμένοι από την «παντοδυναμία των αγορών» είχαμε ξεχάσει τη δύναμη της πολιτικής.
Ο μεταχηματισμός που έχει συντελεστεί είναι αποτέλεσμα πολλών αλλαγών, αλλά ίσως δύο είναι οι πιο βασικές, στους τομείς ηλεκτρισμού και θέρμανσης/ψύξης, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Eurostat (1) :
1. Υπερτριπλασιασμός της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα (από 8% σε 26%) κυρίως λόγω της ένταξης αιολικών και φωτοβολταϊκών, χάρη σε ισχυρές επιδοτήσεις (και σταθεροποίηση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού αντί της αύξησης, η οποία αναμενόταν μαζί με την οικονομική ανάπτυξη και… δεν ήρθε ποτέ). Στο τέλος του έτους 2018 ήταν εγκατεστημένα 5,5 GW φωτοβολταϊκά και αιολικά (περίπου ισομοιρασμένα), ενώ το 2004 υπήρχαν κάτω από 0,5 GW αιολικά. Σήμερα είναι πάνω από 6 GW. Οπως φαίνεται στον πίνακα βέβαια, τα αιολικά παρήγαγαν 60% παραπάνω ενέργεια στη διάρκεια του έτους σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά (άλλωστε τα αιολικά παράγουν και τη νύχτα…).
2. Υπερδιπλασιασμός του ποσοστού ΑΠΕ στον τομέα θέρμανσης και ψύξης (από 13% το 2004 σε 30% το 2018) κυρίως ως αποτέλεσμα μεγάλης μείωσης της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας για θέρμανση και ψύξη (σχεδόν 40%). Προφανώς αυτή συνέβη κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και δευτερευόντως λόγω μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας.
Δυστυχώς την επιτυχία αυτή πλήρωσαν δυσανάλογα τα λαϊκά στρώματα, π.χ. με μετακύλιση υπερβολικών επιδοτήσεων κυρίως για τα φωτοβολταϊκά -έστω για κάποιο διάστημα- και με πανευρωπαϊκή διάκριση της χώρας στην ενεργειακή φτώχεια. Ομως αυτό δεν ήταν μονόδρομος, όπως δεν υπάρχουν μονοσήμαντες απαντήσεις για το πώς να υλοποιηθεί ο περαιτέρω και ριζικότερος μετασχηματισμός που απαιτείται στη νέα δεκαετία (π.χ. 32% ευρωπαϊκός στόχος για τις ΑΠΕ το 2030 σε σχέση με 20% το 2020). Ενδεικτικά ο τεράστιος μετασχηματισμός εξηλεκτρισμού της χώρας που συντελέστηκε σε παλαιότερες δεκαετίες είχε πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά με μεγάλες δημόσιες επενδύσεις κ.ά.
Είναι όμως προφανές ότι θα χρειαστούν και άλλα αιολικά και φωτοβολταϊκά. Τα κόστη τους έχουν μειωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια και είναι από τις πιο ώριμες τεχνολογίες ΑΠΕ ως αποτέλεσμα και των πολιτικών υποστήριξής τους σε πολλές χώρες την προηγούμενη δεκαετία. Θα παίξουν επομένως κεντρικό ρόλο σε οποιοδήποτε σενάριο επίτευξης (με οικονομικό τρόπο) των νέων στόχων στο πλαίσιο της διεθνούς προσπάθειας για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με τις σημερινές εκτιμήσεις του ενεργειακού σχεδιασμού της Ελλάδας που είναι συμβατός με τους ευρωπαϊκούς στόχους περιορισμών των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η εγκατεστημένη ισχύς αιολικών και φωτοβολταϊκών προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με σήμερα το έτος 2030.
Σε συνδυασμό με τα φιλόδοξα μέτρα οικονομικής αποδοτικότητας που προβλέπονται ώστε η κατανάλωση να συγκρατηθεί ακόμα κι αν υπάρξει σημαντική οικονομική μεγέθυνση, αυτό σημαίνει ότι μαζί με τις άλλες ΑΠΕ θα υπερδιπλασιάσουν το ποσοστό τους στον ηλεκτρισμό και θα ξεπεράσουν το 60%. Θα γίνουν επομένως η κύρια πηγή ηλεκτροδότησης της χώρας, θέση που κατείχαν τα ορυκτά καύσιμα επί δεκαετίες.
*Δρ Μηχανικός ΕΜΠ
(1) ec.europa.eu. Στον τρίτο τομέα, των μεταφορών, το ποσοστό ΑΠΕ (οφείλεται κυρίως στα βιοκαύσιμα) ήταν ακόμα μικρό το 2018 (3,8%), αλλά και πολύ μεγαλύτερο του αντίστοιχου το 2004 (0,8%)