Ο ευρωπαϊκός Κανονισμός για τη βιομηχανία καθαρών μηδενικών εκπομπών (Net Zero Industry Act) αντανακλά τη φιλοδοξία αλλά και την ουσιαστική ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία στην πράσινη μετάβαση. Πρόκειται επομένως, για ένα νομοθετικό πλαίσιο καταλυτικής σημασίας για τη βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, σε ένα διεθνές περιβάλλον γεωπολιτικής ρευστότητας.
Βασικός στόχος του νέου Κανονισμού, που αναμένεται να οριστικοποιηθεί εντός του 1ου τριμήνου του 2024, είναι να δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή πράσινων τεχνολογιών, όπως τα φωτοβολταϊκά πάνελς, οι ανεμογεννήτριες, οι ηλεκτρολύτες, οι μπαταρίες και οι αντλίες θερμότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο Κανονισμός επιδιώκει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού δείκτη αναφοράς για την πράσινη παραγωγική ικανότητα στην Ευρώπη. Μέχρι το 2030, η ΕΕ θα πρέπει να καλύπτει με εγχώρια βιομηχανική παραγωγή τουλάχιστον το 40 % των ετήσιων αναγκών της σε 10 τεχνολογίες που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικές.
Για να υλοποιηθεί αυτή η στρατηγική στόχευση, απαιτούνται, μεταξύ άλλων, σημαντικές αλλαγές και στις δημοπρασίες ΑΠΕ, όπως επίσης και στις δημόσιες συμβάσεις. Η επανάσταση που φέρνει το επίμαχο Άρθρο 20 του Κανονισμού είναι η θέσπιση μη τιμολογιακών κριτηρίων τόσο στις δημοπρασίες (δηλαδή στο στάδιο ανάθεσης) όσο και στο στάδιο της προεπιλογής των έργων.
Έτσι, στο νέο πλαίσιο στήριξης των ΑΠΕ, το κόστος δεν θα αποτελεί την αποκλειστική παράμετρο. Πρόσθετα κριτήρια θα κληθούν να αποτυπώσουν ασφαλιστικές δικλείδες σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, από την κυβερνοασφάλεια έως την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και τον περιορισμό των εξαρτήσεων από τρίτες χώρες. Οι εξελίξεις μπορεί να σαρωτικές ή πιο ήπιες, και αυτό θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό από επιμέρους λεπτομέρειες του πλαισίου και τον τρόπο εφαρμογής του.
Μια σύνθετη πρόκληση
Το μεγάλο στοίχημα είναι ότι ο νέος Κανονισμός καλείται να δημιουργήσει μια «made in Europe» πράσινη μετάβαση, «εξισώνοντας» τους όρους ανταγωνισμού, χωρίς να εκτινάξει το κόστος του πράσινου μετασχηματισμού και χωρίς να δημιουργήσει ένα κλιμακούμενο σπιράλ προστατευτισμού.
Οι προκλήσεις είναι σύνθετες και πολλαπλές. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, σημειώνεται ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή έχει υποχωρήσει σημαντικά σε παγκόσμια κλίμακα, εμφανίζοντας σήμερα μερίδιο 9% επί της παγκόσμιας παραγωγής έναντι 15% το 2000. Επιπρόσθετα, αναλυτές επισημαίνουν τον κίνδυνο να συρρικνωθεί στο 3% έως το 2030, αν δεν ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η εξαγωγική της προοπτική.
Το παράδειγμα της βιομηχανίας φωτοβολταϊκών
Η διάσταση ανάμεσα στο επίπεδο κλιματικής φιλοδοξίας και εγχώριας βιομηχανίας στην Ευρώπη είναι ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα των φωτοβολταϊκών. Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στην ΕΕ αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τα 54 GW και ενδεχομένως να αγγίξει τα 60 GW, με σωρευτικό στόχο τα 600 GW έως το 2030. Ωστόσο, σε επίπεδο εγχώριας βιομηχανίας, αρκετά από τα τμήματα της παραγωγικής αλυσίδας που απέμειναν στην Ευρώπη, έχουν φέτος συρρικνωθεί ή σχεδιάζουν τη μετακίνηση παραγωγικών μονάδων στις ΗΠΑ.
Σε επίπεδο τιμών, το χάσμα είναι αποκαλυπτικό. Οι τιμές προμήθειας των φωτοβολταϊκών από την Κίνα κυμαίνονται στα 15-25 cents/Watt, ενώ η τιμή παραγωγής στην Ευρώπη διαμορφώνεται στα 35-40 cents/Watt. Παράλληλα, σε αποθηκευτικούς χώρους της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων λιμενικών υποδομών, έχουν συσσωρευτεί πάνελς άνω των 70 GW, που αναμένουν αγοραστές. Το υπέρογκο αυτό πλεόνασμα, που συμπιέζει περαιτέρω τις τιμές αλλά και τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών μονάδων, αντανακλά τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας στην Κίνα καθώς και το κλείσιμο της αγοράς των ΗΠΑ, λόγω των εργασιακών κανόνων που έθεσαν ως προϋπόθεση.
Πριν από έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2022, συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Συμμαχία για τη Βιομηχανία Φωτοβολταϊκών (ESIA), θέτοντας ως στόχο τα 30 GW παραγωγικής βάσης στην ΕΕ έως το 2025 σε επιμέρους τμήματα της αλυσίδας αξίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ESIA, αν συνεχιστεί η υφιστάμενη κατάσταση, η απώλεια για την ευρωπαϊκή βιομηχανία ξεπερνά τα 7 δις ευρώ ετησίως. Η επίτευξη του στόχου της Συμμαχίας, μεταφράζεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, σε 60 δις ευρώ συνεισφορά στο ΑΕΠ της ΕΕ και 400.000 νέες θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, αν και έχουν ανακοινωθεί πάνω από 20 επενδυτικά σχέδια, που θα μπορούσαν να καλύψουν το στόχο των 30 GW (αρκετά μάλιστα εκ των οποίων εμφανίζουν σημαντικές καινοτομίες), η υλοποίηση των επενδύσεων προσκρούει σε πρακτικά εμπόδια. Κυρίως, προϋποθέτει δύο κρίσιμα προαπαιτούμενα: α) επαρκή χρηματοδοτική στήριξη, όπως κρατική ενίσχυση (σε capex και opex), μηχανισμούς εγγυήσεων (π.χ. μέσω της ΕΤΕπ), και χρηματοδότηση της καινοτομίας (μέσω του Innovation Fund), και β) αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που θα αντανακλούν την αξία της εγχώριας παραγωγής (EU branding) και των υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών της, προσδίδοντας μακροχρόνια επενδυτική ορατότητα. Στις αλλαγές αυτές περιλαμβάνεται και η θέσπιση μη τιμολογιακών κριτηρίων στις δημοπρασίες ΑΠΕ.
Το επίμαχο Άρθρο 20 – Μια εξισορροπιστική διατύπωση
Αν και οι διαπραγματεύσεις για το τελικό κείμενο του Κανονισμού αναμένεται να ολοκληρωθούν στο προσεχές τρίμηνο, αρκετά σημεία παραμένουν ακόμη στο επίκεντρο των ζυμώσεων. Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα, που έχει δεχθεί ίσως και τις περισσότερες αναδιατυπώσεις, είναι το Άρθρο 20 που αφορά τις δημοπρασίες για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, θεσπίζοντας μη τιμολογιακά κριτήρια τόσο στην προεπιλογή όσο και στη δημοπρασία (ανάθεση των έργων).
Η διατύπωση που διαμορφώθηκε στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας, στη Σύνοδο της 7ης Δεκεμβρίου 2023, ακολουθεί μια προσέγγιση εξισορρόπησης ετερογενών θέσεων από τα κράτη μέλη.
Ειδικότερα, το Άρθρο 20:
– Θέτει κάποια όρια ως προς τα ποσοστά των δημοπρατούμενων ποσοτήτων που θα υπόκεινται σε μη τιμολογιακά κριτήρια.
– Δίνει κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη να διαφοροποιηθούν ως προς την βαρύτητα που θα αποδώσουν στα νέα κριτήρια.
– Εισάγει τη ρήτρα του δυσανάλογου κόστους, ώστε μια χώρα να μπορεί να μην εφαρμόσει τα νέα κριτήρια εφόσον προκύπτει σημαντική εκτιμώμενη διαφορά κόστους στις δημοπρασίες. Το όριο για την εν λόγω διαφορά τίθεται αρχικά στο επίπεδο του 15% (έναντι 30% στο στάδιο των διαβουλεύσεων), προκειμένου να περιοριστεί η υπέρμετρη αύξηση του κόστους των δημοπρασιών, ενώ θα ακολουθήσει μείωση του ορίου, κατόπιν αξιολόγησης από την Κομισιόν.
– Θεσπίζει μια χρονική περίοδο προσαρμογής (δύο χρόνια από την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού) καθώς και κάποιες εξαιρέσεις.
Τα νέα κριτήρια
Πιο συγκεκριμένα, στον σχεδιασμό των δημοπρασιών ΑΠΕ, τα κράτη μέλη θα περιλαμβάνουν:
α) κριτήρια προεπιλογής σχετικά με την υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά, την κυβερνοασφάλεια και την ασφάλεια των δεδομένων καθώς και σχετικά με την ικανότητα πλήρους και έγκαιρης υλοποίησης του έργου.
β) κριτήρια προεπιλογής ή κριτήρια ανάθεσης για την αξιολόγηση της συμβολής στη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδώσει εκτελεστική πράξη που θα προσδιορίζει περαιτέρω τα κριτήρια προεπιλογής και ανάθεσης (εντός 9 μηνών από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού).
Η συμβολή στην ανθεκτικότητα λαμβάνει υπόψη το μερίδιο των προερχόμενων από τρίτη χώρα στρατηγικών τεχνολογιών μηδενικών καθαρών εκπομπών ή κατασκευαστικών στοιχείων τους, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50 % του εφοδιασμού με τη συγκεκριμένη στρατηγική τεχνολογία εντός της Ένωσης.
Επιπλέον, θα περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα παρακάτω κριτήρια:
– Περιβαλλοντική βιωσιμότητα, που υπερβαίνει τις ελάχιστες απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
– Συμβολή στην καινοτομία με παροχή ρηξικέλευθων λύσεων ή με βελτίωση προηγμένων λύσεων.
– Συμβολή στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού συστήματος.
Όταν εφαρμόζονται ως κριτήρια ανάθεσης, τα κράτη μέλη θα δίνουν σε καθένα από τα κριτήρια για την αξιολόγηση της συνεισφοράς βιωσιμότητας και ανθεκτικότητα ως ελάχιστο συντελεστή στάθμισης το 5 % και ως συνδυαστικό συντελεστή στάθμισης μεταξύ του 15 % και του 30 %.
Ποσότητες και Εξαιρέσεις
– Το νέο πλαίσιο εφαρμόζεται σε τουλάχιστον 20 % του όγκου που δημοπρατείται ετησίως ανά κράτος μέλος.
– Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027 και στη συνέχεια ανά διετία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη για τον καθορισμό των μεριδίων του όγκου που δημοπρατείται ετησίως ανά κράτος μέλος και για τη μείωση του ορίου των διαφορών εκτιμώμενου κόστους.
– Για τον υπολογισμό των ποσοτήτων που δημοπρατούνται ετησίως ανά κράτος μέλος μπορούν να εξαιρεθούν οι ακόλουθες δημοπρασίες:
α) δημοπρασίες για συγκεκριμένη τεχνολογία, όταν όλες οι δημοπρασίες των προηγούμενων 2 ετών συγκέντρωσαν χαμηλό αριθμό συμμετοχών.
β) δημοπρασίες για έργα ισχύος έως 10 MW.
Ένα πολύ-επίπεδο στοίχημα
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν ήδη μη τιμολογιακά κριτήρια, ιδίως σε δημοπρασίες υπεράκτιων αιολικών. Η ανομοιογένεια των ποιοτικών κριτηρίων, αν και επιτρέπει στα κράτη μέλη να ενσωματώσουν ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες, μπορεί ωστόσο, να δημιουργήσει πολλαπλές ταχύτητες για τις ΑΠΕ. Σε χώρες όπου το βασικό ζητούμενο θα είναι το ελάχιστο κόστος, η δυναμική μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από τα κράτη που θα δώσουν ενισχυμένη έμφαση στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα των λύσεων.
Όπως επισημαίνει ο σύνδεσμος WindEurope, η δημιουργία 27 διαφορετικών συνόλων από κριτήρια προεπιλογής και ανάθεσης, θα αποτελούσε έναν εφιάλτη γραφειοκρατίας για τους επενδυτές. Εκτός από τον βαθμό εναρμόνισης των κριτηρίων, ένα κρίσιμο ζήτημα είναι αν τα νέα κριτήρια διαφοροποιηθούν μεταξύ τεχνολογιών, αντανακλώντας επιμέρους χαρακτηριστικά και της αντίστοιχης παραγωγικής βάσης.
Επιπλέον, κάποιοι θεωρούν ότι η αρχική εφαρμογή του νέου πλαισίου για το 20% των δημοπρατούμενων ποσοτήτων αποτελεί μια συντηρητική επιλογή, που θα λειτουργήσει περιοριστικά στην ευρωπαϊκή βιομηχανία έως το 2029. Μεταξύ των χωρών αυτών είναι και η Γαλλία, που επιδιώκει να τεθούν εξ’ αρχής πιο φιλόδοξοι ενδιάμεσοι στόχοι για τις δημοπρατούμενες ποσότητες, αντί να μετατίθεται ο καθορισμός μεριδίων στις εκτελεστικές πράξεις που θα εκδώσει η Κομισιόν.
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα της βιομηχανίας των φωτοβολταϊκών, ο τρόπος που θα αποφασίσει η Ευρώπη να καλύψει ένα χάσμα κόστους της τάξης των 20-25 cent/Watt είναι κρίσιμος, προκειμένου να μην εκτιναχθεί το κόστος της πράσινης μετάβασης αλλά και να ενισχυθεί η παραγωγή βάση. Ενδεικτικά, μια χώρα όπως η Ισπανία ή η Γαλλία, που θέλει να αναπτύξει τον συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο, μπορεί να επιδιώξει τα μη τιμολογιακά κριτήρια να καλύψουν το 20% αυτής της απόκλισης και να διασφαλίσει ένα σχήμα κρατικής ενίσχυσης για την εγχώρια βιομηχανία, προκειμένου να αμβλύνει την κοστολογική διαφορά, σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα.
Γενικότερα, η διασφάλιση μιας ομαλής μετάβασης σε όλα τα επίπεδα είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κοινωνική συνοχή. Τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για την ανάπτυξη της πράσινης βιομηχανίας, με έμφαση στα κριτήρια ESG και την καινοτομία, η κατανομή πόρων από το αναθεωρημένο ETS, και η επέκταση του προσωρινού πλαισίου κρίσης και μετάβασης (TCTF) μπορούν να συνθέσουν τη βάση για τη δημιουργία πολλαπλασιαστικής αξίας στην ευρωπαϊκή οικονομία, με δίκαιους κοινωνικούς όρους και θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο.
Η Νεκταρία Καρακατσάνη είναι μαθηματικός με εξειδίκευση στα οικονομικά της ενέργειας.
Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2024.