Η συνεργασία της Τεχνικής Διεύθυνσης της Βουλής των Ελλήνων και της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού θα παραδώσει το νέο πρόσωπο του ιστορικού κτιρίου του ελληνικού Κοινοβουλίου έως τον Μάρτιο του 2021. Είναι μια σημαντική εξέλιξη, που με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση έρχεται να επουλώσει φθορές δεκαετιών και να αποκαταστήσει σε κάθε λεπτομέρεια τις εξωτερικές όψεις του κτιρίου.
Τις προγραμματισμένες εργασίες παρουσίασε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, μετά την πρωτοβουλία του προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα, ο οποίος επισήμανε τη σημαντική φθορά που έχουν υποστεί πολλά στοιχεία του κτιρίου της Βουλής. Το έργο γίνεται με αυτεπιστασία του ΥΠΠΟΑ και χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Ηδη από τον περασμένο Αύγουστο άρχισαν οι πρώτες εργασίες στα μαρμάρινα στοιχεία (πρόπυλα, εξώστες, κίονες, σκάλες, βάσεις φανοστατών, μαρμάρινοι λέοντες κ.ά.) και θα ακολουθήσει η αποκατάσταση των ξύλινων στοιχείων (θύρες εισόδου, κουφώματα, παράθυρα) και η τοιχοποιία. Τα παλαιά κουφώματα θα αντικατασταθούν με ενεργειακά στο πλαίσιο της ενεργειακής αναβάθμισης του κτιρίου. «Το τελικό αποτέλεσμα θα δώσει ζωή και απαστράπτουσα εικόνα σε ένα από τα ωραιότερα κτίρια παγκοσμίως», τόνισε ο πρόεδρος της Βουλής.
Με τη βοήθεια της τεχνολογίας αποτυπώθηκε το κτίριο «σε πυκνό δίκτυο στοιχείων, με 74-80 εκατομμύρια ανάλυση σε κάθε σημείο, δίνοντας πληροφορίες των υλικών και της φθοράς που εκφεύγουν από το ανθρώπινο μάτι». Δημιουργείται, έτσι, ένα ψηφιακό απόθεμα. Αυτά τα στοιχεία τόνισαν ο Παναγιώτης Κωσταλούπης (προϊστάμενος Τμήματος Εκτέλεσης Εργων στη Διεύθυνση Συντήρησης του ΥΠΠΟΑ) και ο συντηρητής Παναγιώτης Μαζαράκης. Από τη Διεύθυνση Συντήρησης απασχολούνται στο έργο 12 συντηρητές, ενώ οκτώ ειδικοί συντηρητές λίθου προσλήφθηκαν με σύμβαση έργου.
Το κτίριο της Βουλής είναι η έδρα του ελληνικού Κοινοβουλίου από το 1935, όταν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και σε περίοδο Αβασίλευτης Δημοκρατίας ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε (το 1929) να δώσει λύση στη χρήση του παρηκμασμένου κτιρίου των Παλαιών Ανακτόρων. Στην ουσία, πλην κάποιων τμημάτων που έχουν διασωθεί από την πρώτη φάση του κτιρίου, το εσωτερικό του είναι έργο του Μεσοπολέμου, με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Η διαμόρφωση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη είναι επίσης έργο του Μεσοπολέμου (1928-1932), από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Το γλυπτό είναι έργο του Φωκίωνα Ρωκ με τη σύμπραξη του Κωνσταντίνου Δημητριάδη.
Τα Ανάκτορα, που άρχισαν να χτίζονται το 1836 και ολοκληρώθηκαν το 1843, είναι το σύμβολο της υποδοχής της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας και ο ιδρυτικός λίθος των Νέων Αθηνών. Με το μέγεθος και την αυστηρότητά του, το κτίριο των Ανακτόρων όριζε τη βασιλική εξουσία (του Οθωνος) και συμβόλιζε τη θεσμική συγκρότηση του νέου κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Εργο του σημαντικού Γερμανού αρχιτέκτονα Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (σε συνεργασία με τον Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας), τα Ανάκτορα οργάνωσαν τον πόλο ανάπτυξης της αστικής Αθήνας μετά το 1850 στην ευρύτερη ακτίνα τους.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1909 κατέκαυσε την περίοδο του Οθωνος και της Αμαλίας. Ενα μεγάλο μέρος της βασιλικής οικοσκευής, των κειμηλίων και πλήθος αρχιτεκτονικών στοιχείων χάθηκαν για πάντα. Ηταν μια καταστροφή-ορόσημο, που επέδρασε και στη γεωγραφία της Αθήνας. Ο Γεώργιος Α΄ και η Ολγα μετέφεραν τη μόνιμη κατοικία τους στο Τατόι (χωρίς τα Παλαιά Ανάκτορα να εγκαταλειφθούν πλήρως). Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄, τα Ανάκτορα μεταφέρονται στην έως τότε κατοικία διαδόχου (Κωνσταντίνου) στην Ηρώδου Αττικού (νυν Προεδρικό Μέγαρο, έργο του Τσίλλερ).
Αυτό που λείπει από την ιστόρηση του κτιρίου είναι η ιστορική διαδρομή από όλες τις πολλές και σημαντικές φάσεις, από το 1836 έως σήμερα. Αναπόφευκτα συνδεδεμένος και με την ιστορία του κτιρίου της Βουλής και των Παλαιών Ανακτόρων είναι και ο Εθνικός Κήπος, δημιουργία της βασίλισσας Αμαλίας. Αποτελούν οργανικό σύνολο, ένα σύμπλεγμα της Ιστορίας και ένας τρόπος να κατανοήσει κανείς την εξέλιξη της Αθήνας.
Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων ανήκει στην αυστηρή ρυθμολογία του πρώιμης φάσης του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα. H επιλογή της θέσης του και ο συμβολισμός του μεγέθους του όρισαν τον δρόμο που θα έπαιρνε η Αθήνα ως μια πόλη συγχρονισμένη με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.