Από τους πιο σημαντικούς αρχιτέκτονες της γενιάς του, εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην Ελλάδα, κοσμογυρισμένος, ακούραστος μελετητής, έξοχος σχεδιαστής, αγαπητός δάσκαλος, ενωτικός και γενναιόδωρος.
Η συμβολή του στην ανοικοδόμηση της Σαντορίνης μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1956, το ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης της Κέρκυρας (1970-78), το τουριστικό συγκρότημα «Αστέρια» Γλυφάδας, τα καταστήματα της Εθνικής Τράπεζας (και στην πλατεία Συντάγματος), η ανάπλαση του διατηρητέου κτιρίου-θεάτρου στην οδό Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια είναι ανάμεσα στα πολλά έργα, δημόσια και ιδιωτικά, μεγάλης και μικρής κλίμακας που ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας άφησε το αποτύπωμά του.
Εφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, σε ηλικία 98 ετών τον περασμένο Φεβρουάριο, μένοντας πιστός στις αξίες του. Η αρχιτεκτονική του ενσωματώνει τις αρχές του μοντέρνου κινήματος με τα διδάγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και συνθέτει τα κοινά τους νοήματα: την προσήλωση στα φυσικά δεδομένα της τοποθεσίας, την πλοκή του ανοιχτού με τον κλειστό χώρο, την οικονομία στη σύνθεση και την ύλη, την ενότητα μορφής και κατασκευής.
Μέλημά του ήταν η ένταξη του κτιρίου στο φυσικό περιβάλλον και η βιοκλιματική αρχιτεκτονική, ο σεβασμός στο δομημένο περιβάλλον, η οργανική ενσωμάτωση των εικαστικών τεχνών στο κτίριο. Σχεδίασε σκιερές αυλές και μεγάλα ανοίγματα, πάντα προφυλαγμένα, που επιτρέπουν στον ήλιο και τον άνεμο να διαπερνούν το κτίριο και να το ανανεώνουν ανάλογα με την εποχή του έτους.
Ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924, σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο Columbia της Νέας Υόρκης και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (πολεοδομία-χωροταξία), ενώ υπήρξε καθηγητής στο ΕΜΠ και στο Πανεπιστήμιο της Pomona στην Καλιφόρνια και ήταν μέλος διαφόρων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Διατηρούσε παράλληλα ιδιωτικό γραφείο αρχιτεκτονικής (1960-2010), εκπονώντας σειρά έργων και κερδίζοντας διακρίσεις σε διαγωνισμούς. Το έργο, την προσφορά του και την προσωπικότητά του έχει κλείσει σε ένα μικρό βιβλιαράκι ο εκδοτικός οίκος Μέλισσα που είχε οργανώσει προς τιμήν του εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο του, το 2018. Στη «Συνάντηση με τον Κωνσταντίνο Δεκαβάλλα» περιλαμβάνονται οι ομιλίες των Σ. Κονταράτου, Τ. Μπίρη, Γ. Μιχαήλ, Π. Τσακόπουλου και Α. Παπαγεωργίου-Βενετά αλλά και του τιμώμενου αρχιτέκτονα με θέμα «Η Ελλάδα σήμερα και οι αρχιτέκτονες».
Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και ο δίγλωσσος (ελληνικά – αγγλικά) τόμος «Η αρχιτεκτονική του χώρου των πεζών. Περπατώντας στην πόλη», με εξαιρετικά σχέδια με ελεύθερο χέρι του Κ. Δεκαβάλλα, από τα ταξίδια του σε πόλεις της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής, των ΗΠΑ. Οπως σημειώνει στην εισαγωγή: «Ο δημόσιος χώρος για τους πεζούς, όπως κάθε άλλος αρχιτεκτονικός χώρος που έχει προορισμό να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο, ορίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία που καθένα τους χώρια αλλά και όλα μαζί ως σύνολο έχουν ουσιαστική σημασία και η τελική του μορφή έχει αντίκτυπο, θετικό ή αρνητικό, στον χρήστη, ανάλογα με τις λειτουργίες που καλείται να εξυπηρετήσει. Πέρα από αυτό, πρέπει να είναι χώρος ζωής και να επιτελεί τον κύριο στόχο της αρχιτεκτονικής: να εμπνέει και να συμφιλιώνει τον άνθρωπο με την οικουμένη, δηλαδή τη φύση και την κοινωνία».
Ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας ήταν πρότυπο για τους νεότερους, πολύ περισσότερο για την εγγονή του, αρχιτέκτονα μηχανικό Δέσποινα Βουτέρη, η οποία τον αποχαιρέτισε με ένα συγκινητικό κείμενο. Μετά την αποφοίτησή της από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων το 2010, ξεκίνησε να δουλεύει μαζί του στο γραφείο του στο Κολωνάκι, ενώ από το 2013 και μέχρι το 2022 ο ίδιος ήταν σύμβουλος στην ομάδα 4Κ Αρχιτέκτονες.
«Εκτός από τις συμβουλές του, όμως, μάθαμε πολλά συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο μαζί του και παρακολουθώντας τον να δουλεύει», επισημαίνει η Δ. Βουτέρη. «Μας έλεγε πως εκείνος την αρχιτεκτονική σύνθεση την έκανε στο μυαλό του, στον περίπατό του, όταν έτρωγε μεσημεριανό, όταν έκανε το μπάνιο του, όταν κοιμόταν. Κι όταν πια καθόταν στο σχεδιαστήριό του, ήξερε ακριβώς τι θα σχεδίαζε.
Γράφει άλλωστε στα απομνημονεύματά του: “Κατά τα τρία εξάμηνα που φοίτησα στο Πανεπιστήμιο Columbia παρέδωσα εννέα τριήμερα θέματα, ακολουθώντας πάντα το ίδιο σύστημα. Την πρώτη μέρα μετά την εκφώνηση του θέματος έπαιρνα το πρόγραμμα και πήγαινα μια βόλτα, άλλοτε στο Σέντραλ Παρκ, άλλοτε στο Ουέστ Σάιντ Ρίβερ Ντράιβ. Την ώρα του περιπάτου στριφογύριζα το θέμα στο κεφάλι μου. Την επόμενη μέρα έστηνα τα προσχέδια και την τρίτη στρωνόμουν στον πίνακα παρουσίασης. Και στα εννέα θέματα η μέθοδός μου απεδείχθη πρώτης τάξεως”.
Ετσι, πολλές φορές, όταν του θέταμε κάποιο ερώτημα πάνω σε μια μελέτη που τον προβλημάτιζε, ζητούσε όλα τα δεδομένα και στη συνέχεια μπορεί να περνούσαν ακόμα και μια-δυο μέρες χωρίς να μας μιλήσει καθόλου για το συγκεκριμένο θέμα. Την τρίτη μέρα το πρωί βρίσκαμε στο γραφείο μας ένα τεύχος από σχέδια σε Α4 (μόνο αυτό το μέγεθος τον βόλευε για να σχεδιάζει τα τελευταία χρόνια), το οποίο συνήθως είχε πάνω από μ’ια λύση στο πρόβλημα που είχαμε θέσει.
Η διαδικασία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης δεν σταματούσε ποτέ. Ακόμα και σίγουρος να ήταν για μια λύση, αν για κάποιο λόγο προέκυπτε ένα νέο δεδομένο, έστω κι αν ήταν μια μικρή κατασκευαστική λεπτομέρεια, μπορεί μια μελέτη να άλλαζε ξανά και ξανά. Δεν κουραζόταν ποτέ. Δεν έβαζε τελεία. Πολλές φορές μετά από πολλές εναλλακτικές προτάσεις και σχέδια μπορεί να κατέληγε στην αρχική λύση. Ποτέ όμως δεν θεωρούσε ότι πήγαινε χαμένη αυτή η διαδικασία.
Η αρχιτεκτονική για εκείνον δεν ήταν δουλειά, ήταν παιχνίδι. Και ιδίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του το να είναι στο γραφείο ήταν η χαρά του.
Ακόμα κι αν υπήρχε μεγάλος φόρτος δουλειάς και πίεση στο γραφείο, εκείνος πάντοτε είχε τη διάθεση για κουβέντα και πέρα από την αρχιτεκτονική. Λάτρευε την Ιστορία και πάντοτε παρακολουθούσε την επικαιρότητα. Μας διάβαζε άρθρα που θεωρούσε σημαντικά ή αποσπάσματα από τα απομνημονεύματά του, που τα έγραφε τα τελευταία χρόνια, και κουβεντιάζαμε για ώρες.
Η συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Δεκαβάλλα, όσα μας έμαθε, αλλά και όλες αυτές οι στιγμές που ζήσαμε μαζί του στο γραφείο τα πολύτιμα αυτά χρόνια, θα μας συνοδεύουν για πάντα στη δουλειά μας και στη ζωή μας…».