Του Δημήτρη Χ. Κατσίκα
Τις τελευταίες δεκαετίες ο όρος “βιομηχανική πολιτική” ήταν taboo για τις περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ελεύθερων αγορών, η έννοια της βιομηχανικής πολιτικής φάνταζε κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης Κευνσιανής εποχής όπου το κράτος κατείχε κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, το ζήτημα της βιομηχανικής πολιτικής επανέρχεται δυναμικά στη δημόσια σφαίρα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Η πανδημία είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει την τάση αυτή περαιτέρω.
Το έναυσμα για την αναγέννηση της συζήτησης για μια πιο ενεργή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική έδωσαν καταρχάς οι σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η ανάγκη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο των αναγκαίων αλλαγών για τη μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, θεωρήθηκε απαραίτητη η διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα ενίσχυε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και θα τις υποστήριζε στο δύσκολο μεταβατικό στάδιο προς τη νέα πραγματικότητα.
Η συζήτηση αυτή ενισχύθηκε περαιτέρω λόγω σημαντικών εξελίξεων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η άνοδος της Κίνας και άλλων μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών οδήγησε σε μια αναδιοργάνωση των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας εις βάρος των ανεπτυγμένων οικονομιών, όπου εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται μια τάση σταδιακής αποβιομηχανοποίησης. Η επιδιωκόμενη στροφή των οικονομιών αυτών σε υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, νέες τεχνολογίες και την πράσινη οικονομία δεν είναι εύκολη υπόθεση και παίρνει χρόνο. Το αποτέλεσμα είναι, μεταξύ άλλων, η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των οικονομιών αυτών και η άνοδος κομμάτων διαμαρτυρίας και λαϊκιστών ηγετών, που υπόσχονται επάνοδο σε παλιές εποχές βιομηχανικής δόξας, μια ρητορική που εφάρμοσε με επιτυχία ο Τραμπ στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο για την Ευρώπη, καθώς η τάση αυτή συνδυάζεται και με ένα ευρύτερο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα σε ορισμένους κλάδους τεχνολογιών αιχμής, όπου οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις φαίνεται να υπολείπονται των ανταγωνιστών τους από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι καινούργιο·είχε επισημανθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, γεγονός άλλωστε που οδήγησε και στην υιοθέτηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας. Στόχος της τελευταίας ήταν να καταστεί η ευρωπαϊκή οικονομία η πιο ανταγωνιστική οικονομία στο κόσμο έως το 2010, κάτι που προφανώς δεν επιτεύχθηκε.
Τουναντίον, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω την τελευταία δεκαετία λόγω: (α) της κρίσης στην Ευρωζώνη, η οποία οδήγησε σε παρατεταμένη ύφεση και από-επένδυση μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το επίπεδο των επενδύσεων σε ορισμένες περιφερειακές χώρες της ΕΕ βρίσκονταν -πριν από την κρίση του κορονοϊού- 20% χαμηλότερα σε σχέση με την προ-κρίσης εποχή και (β)της διαμόρφωσης ενός πιο κλειστού και δύσκολου για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Σε αυτό συνέβαλαν δύο σημαντικές εξελίξεις.
Πρώτον, η ανάδυση της Κίνας σε πρωταγωνιστή σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Η άνοδοςτης Κίνας δεν ασκεί πίεση, μόνο λόγω των οικονομικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που αυτή διαθέτει, όπως το χαμηλό εργατικό κόστος, αλλά κυρίως γιατί συνοδεύεται από μια ενεργή εξωτερική οικονομική πολιτική με στόχο όχι μόνο την επίτευξη οικονομικών αποδόσεων, αλλά και γεωπολιτικών επιδιώξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πρωτοβουλία Belt and Road Initiative, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ζώνης οικονομικών συναλλαγών μέσω επενδύσεων της Κίνας σε πάνω από 60 χώρες -σε πρώτη φάση σε μεταφορικές κυρίως, αλλά και ενεργειακές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές. Ο έλεγχος σημαντικών υποδομών και δικτύωναπό μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις -οι οποίες ελέγχονταικαι χρηματοδοτούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από το κράτος- σεμια σειρά από χώρες, εκτός από διαμαρτυρίες για άνισο οικονομικό ανταγωνισμό, εγείρει και ανησυχίες για τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας.
Δεύτερον, η στροφή των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Τράμπ προς τον προστατευτισμό και τον απομονωτισμό. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον πρόεδρο Τράμπ, οι ΗΠΑ επιδόθηκαν σε μια δραματική μεταστροφή της διεθνούς πολιτικής τους μεταβάλλοντας πάγιες θέσεις δεκαετιών. Στο οικονομικό πεδίο η στάση του Αμερικανού προέδρου έχει μεταφραστεί σε αποχώρηση από διεθνείς και περιφερειακές συμφωνίες όπως η Transatlantic Trade and Investment Partnership-η οποία θα άνοιγε περαιτέρω την μεγάλη αμερικανική αγορά στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις-και την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου κυρίως, αλλά όχι μόνο, με την Κίνα.
Η μεταστροφή του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και η αυξανόμενη σύνδεσή του με πολιτικές (εγχώριες και διεθνείς) επιδιώξεις από τους πρωταγωνιστές του διεθνούς συστήματος, περιπλέκουν το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας για την Ευρώπη, και την οδηγούν σε νέες κατευθύνσεις που δεν δίνουν πλέον έμφαση μόνο στην αύξηση της παραγωγικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά προκρίνουν και την ανάληψη προστατευτικών ενεργειών με νομικά και πολιτικά μέσα.
Έτσι, η ΕΕ υιοθέτησε πέρυσι νέα νομοθεσία για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων από επιχειρήσεις που προέρχονται από κράτη εκτός της ΕΕ, ιδίως όταν αυτές ελέγχονται από κρατικούς φορείς, όπως συμβαίνει συχνά με τις μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις. Επίσης, στον απόηχο της περυσινής διαμάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της κινεζικής Huaweiγια το ρόλο της τελευταίας σε υποθέσεις βιομηχανικής κατασκοπείας, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν υιοθετήσει περιορισμούς για τη δυνατότητα της εταιρείας να εμπλακεί στην ανάπτυξη του δικτύου 5G. Ακόμα και η ορθότητα των αποφάσεων της πανίσχυρης Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού αμφισβητείται ευθέως πια· η Γαλλία και η Γερμανία έχουν ασκήσει αυστηρή κριτική στην απόφαση της τελευταίας να μην επιτρέψει την συγχώνευση της Siemens με την Alstom- μια συγχώνευση που υποστηρίζουν πως θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός ‘ευρωπαϊκού βιομηχανικού πρωταθλητή’ που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τους κινέζους ανταγωνιστές.
Η κρίση του κορονοϊού έχει ενισχύσει τις δυνάμεις που επιζητούν μια πιο δυναμική και ενεργή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα αξιών και διαφάνειας, Βέρα Τζούροβα, η πανδημία αποκάλυψε μια “νοσηρή εξάρτηση” της Ευρώπης από την Κίνα και την Ινδία για φαρμακευτικές προμήθειες. Η εξάρτηση αυτή, η οποία προκάλεσε σημαντικές ελλείψεις και διαμάχες στην αρχή της πανδημίας και οι μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ και άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων απαγορεύσεων στις εξαγωγές ιατροφαρμακευτικών ειδών, ανέδειξαν μια νέα διάσταση στο ζήτημα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής -αυτό της αυτάρκειας σε ορισμένους κλάδους στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ. Σαν αποτέλεσμα συζητείται πλέον ανοιχτά η ανάγκη αναδιάρθρωσης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας τις οποίες έχουν αναπτύξει οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές επιχειρήσεις, με στόχο τον επαναπατρισμό ορισμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων.
Η ΕΕ καλείται να διαμορφώσει μια νέα, σύνθετη βιομηχανική πολιτική. Μια πολιτική που θα τη βοηθήσει στη μετάβαση προς την πράσινη και ψηφιακή οικονομία, αλλά ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει και ένα δίκαιο πεδίο ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Οι μεταβολές του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος δεν είναι εφήμερες -η Κίνα είναι και θα συνεχίσει για αρκετά χρόνια να είναι ένα ιδιότυπο μείγμα καπιταλισμού και αυταρχισμού που χρησιμοποιεί τις επιχειρήσεις με στρατηγικό τρόπο. Ακόμα και οι ΗΠΑ δεν είναι σίγουρο ότι θα επανέλθουν σύντομα στις πρότερες θέσεις τους -δεδομένης της ανόδου της Κίνας· αντιθέτως για πρώτη φορά ακούγονται σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία, επιχειρήματα από κύκλους του συντηρητικού κόμματος για την ανάγκη διαμόρφωσης μιας αμερικανικής βιομηχανικής πολιτικής -κάτι έως πρότινος αδιανόητο για την παράταξη των ελεύθερων αγορών και της καχυποψίας έναντι κάθε κρατικού παρεμβατισμού. Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή· η πολιτική που θα διαμορφωθεί θα πρέπει να στηρίζεται σε βιώσιμες οικονομικές επιλογές υγειούς επιχειρηματικότητας και στη σύνδεση τους με μακροχρόνιες πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ, όπως η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα του κοινωνικού της μοντέλου και όχι στην επιστροφή σε αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος όπως η επιλογή “πρωταθλητών” με πολιτικά κριτήρια.
* Ο κ. Δημήτρης Χ. Κατσίκας είναι Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου για την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Οικονομία του ΕΛΙΑΜΕΠ και Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.