Το συνολικό ποσό που έχει χορηγηθεί στους καταναλωτές τα τελευταία σχεδόν δύο έτη για την προστασία τους από το υψηλό ενεργειακό κόστος ξεπερνά τα 9,2 δισ. ευρώ, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στην πρώτη εξάδα ανάμεσα στους ευρωπαίους εταίρους μας ως προς τις χορηγηθείσες επιδοτήσεις σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) του συνόλου των χωρών.
Τα παραπάνω ανέφερε το ΥΠΕΝ απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή, προσθέτοντας ότι δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο πανευρωπαϊκός δείκτης HEPI (Household Energy Price Index), ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 2022 και εφεξής, η Ελλάδα είναι σταθερά κάτω από το μέσο όρο των τιμών όσον αφορά τα κυμαινόμενα τιμολόγια των ευρωπαϊκών χωρών έχοντας από τις πιο φθηνές τιμές λιανικής πανευρωπαϊκά.
Σύμφωνα με το υπουργείο, “η πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα αυτό, συνεχίζει να παράγει απτά αποτελέσματα για τους Έλληνες καταναλωτές. Το ισχυρό πλέγμα προστασίας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στη δύσκολη εποχή της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή ο μηχανισμός παρακράτησης των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών στη χονδρική αγορά και η αναστολή εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια, παρατάθηκε με πρόσφατη απόφαση του ΥΠΕΝ έως και την 31η Δεκεμβρίου 2023. Αυτό συνέβη ώστε τους επόμενους μήνες να αξιολογηθεί η κατάσταση που πρόκειται να διαμορφωθεί στις διεθνείς ενεργειακές αγορές και αναλόγως να αποφασιστεί η αναγκαιότητα ύπαρξης των έκτακτων μέτρων, καθώς και για να διαμορφωθεί το κατάλληλο πλαίσιο από τους προμηθευτές ως προς την ενημέρωση των καταναλωτών, υπό την τήρηση των κανόνων διαφάνειας και ευκολότερης σύγκρισης των τελικών τιμών”.
Το ΥΠΕΝ κατέληξε λέγοντας ότι “η Κυβέρνηση από την αρχή της ενεργειακής κρίσης έχει επιδείξει άμεσα αντανακλαστικά ως προς τη λήψη μέτρων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων και εάν χρειαστεί θα το πράξει εκ νέου για να διατηρήσει προσιτές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για το σύνολο των καταναλωτών. Πολιτική μας δέσμευση αποτελεί ότι οι συμπολίτες μας και ιδιαίτερα οι ευάλωτοι δε θα μείνουν απροστάτευτοι μπροστά σε μία αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης και σε μία ενδεχόμενη αύξηση των διεθνών τιμών των ενεργειακών προϊόντων”.