Μπορεί το διερευνητικό ενδιαφέρον και οι προσδοκίες για το τίμημα που θα επιτευχθεί στο διαγωνισμό να είναι υψηλά, ωστόσο ο βασικός παράγοντας που θα καθορίσει το ύψος του τιμήματος για την παραχώρηση της Αττικής Οδού, είναι το κόστος του χρήματος στην περίοδο εκείνη κατά την οποία θα υποβληθούν οι οικονομικές προσφορές.
Σε πρώτη φάση οι ενδιαφερόμενοι που έχουν χτυπήσει την πόρτα του ΤΑΙΠΕΔ μέχρι στιγμής ξεπερνούν τους 12.
Μεταξύ αυτών θεσμικοί επενδυτές (infrastructure funds), διεθνείς εταιρείες παραχωρήσεων από την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και οι μεγαλύτεροι ελληνικοί όμιλοι που ετοιμάζουν διεθνείς συμμαχίες για την κάθοδό τους στον διαγωνισμό.
Ωστόσο σύμφωνα με στελέχη που εμπλέκονται στην διαγωνιστική διαδικασία, το ζητούμενο είναι τα σχήματα που θα υποβάλλουν οικονομική προσφορά, “αυτοί που τελικώς θα μείνουν στο διαγωνισμό”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν.
Η τελική φάση του διαγωνισμού με την υποβολή των οικονομικών προσφορών αναμένεται να γίνει περί τον προσεχή Οκτώβριο και δεν αποκλείεται να δούμε σημαντικές αλλαγές στα αρχικά σχήματα.
Όσον αφορά το ύψος του τιμήματος που θα δώσουν τα υποψήφια σχήματα, θα καθοριστεί από το κόστος του χρήματος την περίοδο κατά την οποία θα υποβληθούν οι προσφορές, σε συνάρτηση με τις γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και τις διεθνείς μακροοικονομικές συνθήκες.
Αυτό σημαίνει ότι οι εκτιμήσεις ότι το τίμημα μπορεί και να ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ, δεδομένης της μέχρι τώρα πορείας του αυτοκινητοδρόμου σε επίπεδο εσόδων και κυκλοφορίας, αλλά και των μελλοντικών προοπτικών, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο καθώς αυτό θα καθοριστεί από το ύψος των επιτοκίων, το ύψος του πληθωρισμού κλπ.
Μάλιστα όπως επισημαίνουν στο capital στελέχη Ομίλων που συμμετέχουν στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ για την παραχώρηση της Αττικής Οδού, αν διαγωνισμοί που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, γινόταν σήμερα, υπό τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, το ύψος των προσφορών θα ήταν διαφορετικό.
Το ενδεχόμενο αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ ίσως και από το τέλος του χρόνου είναι ανοιχτό και αποτελεί μία σημαντική πηγή ανησυχίας για την Ελλάδα.
Το γεγονός ότι η χώρα σύμφωνα με το Capital.gr έχει με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό χρέος (αναμένεται να φτάσει στο 195% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου) και δεν έχει ανακτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, θα αυξήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου τους επόμενους μήνες.
Άλλωστε το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, επιδεινώνει περαιτέρω τις συνθήκες. Η κορύφωση του πληθωρισμού θα πλήξει και την ανάπτυξη και άρα και τις προοπτικές αποπληρωμής του ελληνικού χρέους κάτι που θα σπεύσουν να προεξοφλήσουν οι αγορές ζητώντας ακόμη μεγαλύτερα επιτόκια.
Το πρόβλημα θα μεταφερθεί και στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα στην αγορά εταιρικών ομολόγων η οποία θα γίνει ασύμφορη για τις εκδότριες επιχειρήσεις αφού η αύξηση του δανεισμού Δημοσίου θα συμπαρασύρει και αυτή του ιδιωτικού τομέα. Μοιραία ο ιδιωτικός τομέας ακόμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις θα στραφούν ξανά στον τραπεζικό δανεισμό ο οποίος θα μεταφέρει στην πραγματική οικονομία την αύξηση του κόστους χρήματος που θα υφίστανται και οι ίδιες.
Επίσης ο υψηλός πληθωρισμός (7,2% τον Φεβρουάριο με τις εκτιμήσεις για 8% τον Μάρτιο) αποτελεί πλήγμα για την ανάπτυξη καθώς ανοίγει τρύπες στους προϋπολογισμούς και ανεβάζει στα ύψη τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων.
Ως εκ τούτου ο καθορισμός του τιμήματος για την παραχώρηση της Αττικής Οδού (η παρούσα λήγει τον Οκτώβριο του 2024) αποτελεί μία εξίσωση με πολλούς αγνώστους Χ, καθώς το περιβάλλον στην οικονομία παραμένει ρευστό.