Του Μανώλη Γραφάκου
Μετά την εμπλοκή του στο Ελληνικό, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ξαναχτύπησε: Πρότεινε την κήρυξη του μισού Πειραιά και μέρους της Σαλαμίνας ως αρχαιολογικούς χώρους. Προτείνει τη μεταφορά ναυπηγικών επιχειρήσεων που λειτουργούν εκεί από δεκαετίες και εγκρίνει μεν τις επιπρόσθετες επενδύσεις που σχεδίαζε η Cosco στον Πειραιά, τροποποιώντας τις όμως σημαντικά, ώστε να καλύπτονται οι ανησυχίες ανάδειξης των πειραϊκών αρχαιοτήτων.
Το 2017, ανάλογη απόφαση του ΚΑΣ κήρυξε αρχαιολογικό χώρο την Αφάντου της Ρόδου, όπου αναμένετο σημαντική τουριστική επένδυση, η οποία έκτοτε παραμένει παγωμένη.
Το Masterplan της Cosco είχε κατατεθεί για έγκριση τον Μάρτιο του 2018. Έναν χρόνο μετά, η Επιτροπή Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων παρέπεμψε στο ΚΑΣ. Πέραν των δεσμευτικών επενδύσεων στο πλαίσιο της παραχώρησης, ύψους 294 εκατ. ευρώ και ορίζοντα υλοποίησης το 2021, προβλέπεται η υλοποίηση συμπληρωματικών επενδύσεων, ύψους 318 εκατ., και δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας. Στα συμπληρωματικά έργα προβλέπονται κατασκευή πολυτελών ξενοδοχείων, αναβάθμιση του λιμένος κρουαζιέρας, εμπορικό κέντρο, οικολογικά λεωφορεία, δύο κτίρια πάρκινγκ, αλλά και η δημιουργία διαδρομών στην πόλη για την παραμονή των τουριστών. Υποδομών δηλαδή που ενισχύουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε το 2018 στο 11,1%, την ώρα που ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 20,8%. Έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, επενδυτικό έλλειμμα περί τα 80 δισ. ευρώ και την ανεργία στο 18,6%.
Και όμως. Παρά τις συναντήσεις και τα χαμόγελα με τους Κινέζους επενδυτές, στην πράξη η επένδυση αναβάθμισης του Πειραιά και οι καλές δουλειές δεν αποτελούν προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Ας εξηγήσουμε: Όπου και να κοιτάξεις στην Ελλάδα, θα βρεις αρχαία. Ο τόπος μας είναι πλούσιος και αποτελεί πόλο έλξης για τουρίστες και επιστήμονες: η διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων μας αποτελεί πηγή πολιτισμικού και οικονομικού πλούτου για εμάς και την ανθρωπότητα.
Συγχρόνως, η Ελλάδα έχει ανάγκη από επενδύσεις, για να αυξήσει την παραγωγή και να δημιουργούνται νέες δουλειές. Οι επενδύσεις προϋποθέτουν κατασκευαστικές εργασίες και ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων, που μπορεί αρχικά να ξενίζουν. Η ύπαρξη ή η υποψία ύπαρξης μνημείων δεν μπορεί από μόνη της να αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο.
Οι αποφάσεις στην πολιτική δεν είναι εύκολες. Η πολιτεία οφείλει να συνεκτιμήσει τη γνωμοδότηση, αλλά να συνυπολογίσει τα οφέλη και τα κόστη της τελικής απόφασης.
Κυρίως, ο τρόπος λειτουργίας των θεσμικών οργάνων που εμπλέκονται στις αδειοδοτήσεις επενδύσεων πρέπει να αλλάξει:
* Δεν νοείται εκ νέου συζήτηση και συμμετοχή του ΚΑΣ για ειλημμένες αποφάσεις που μάλιστα έχουν εγκριθεί από τη Βουλή, όπως στην περίπτωση του ΟΛΠ και του Ελληνικού
* Δεν δικαιολογείται η όψιμη γνωμοδότηση για περιοχές όπου έχουν παγιοποιηθεί χρήσεις εδώ και δεκαετίες
* Είναι καιρός να απεμπλακεί το ΚΑΣ από αρμοδιότητες όπως η γνωμοδότηση για τη διάθεση χώρων σε τρίτους. Ας δείξουμε εμπιστοσύνη στους διαχειριστές του χώρου
* Επιβάλλεται να κωδικοποιηθούν διαδικασίες για την επίτευξη προβλεψιμότητας: Άδειες μελέτης και διάθεσης βιβλίων από πωλητήρια, ανάθεση ή αλλαγή φορέα διαχείρισης σε Μνημεία και Αρχαιολογικούς Χώρους και τέλος πολιτιστικές χορηγίες και δωρεές, θα έπρεπε να μην απαιτούν ad hoc γνωμοδοτήσεις!
Απλοποίηση, επιτάχυνση και λογοδοσία (για τις πλήρεις συνέπειες των γνωμοδοτήσεων πέραν του στενού αρχαιολογικού συμφέροντος) θα έπρεπε να καθοδηγούν τη λειτουργία του ΚΑΣ.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Οι δεσμεύσεις της πολιτείας απέναντι στην Cosco δεν έχουν υλοποιηθεί! Και στο Ελληνικό, επένδυση που θα προσέδιδε έως και 1,5% στο ΑΕΠ, δεν ξέρουμε πότε θα ξεκινήσουν τα έργα. Ουσιαστικά, πέραν της αναβάθμισης των περιφερειακών αεροδρομίων, έργο της προηγούμενης Κυβέρνησης που πολεμήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, την τελευταία πενταετία δεν έχουμε δει καμία μεγάλη ξένη επένδυση!
Την ώρα που ακόμη και το συρρικνωμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υπο-εκτελείται, είναι σοβαρότατη η αδιαφορία της κυβέρνησης να στηρίξει τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα φιλικότερο περιβάλλον, με χαμηλή φορολογία, μηδενική γραφειοκρατία, και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης για αύξηση της εμπιστοσύνης. Για να έρθουν οι επενδυτές στην πατρίδα μας και θα ανοίξουν δουλειές για τους Έλληνες.
* O κ. Μανώλης Γραφάκος είναι Οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας. Έχει διατελέσει Δήμαρχος Μελισσίων την περίοδο 2007 -2010.