Μετά τις αναβολές που δόθηκαν, με την «κρυφή» πρσδοκία να έχουν εν τω μεταξύ αποκλιμακωθεί οι τιμές, ξεκινούν σήμερα και θα ολοκληρωθούν στις 2 Νοεμβρίου οι τρείς δημοπρασίες που οργανώνει ο ΔΕΣΦΑ για την εισαγωγή Υγροποιημένου Αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα κατά την επόμενη χρονιά.
Αμέσως μετά και μέχρι τέλους του χρόνου θα ακολουθήσουν οι δημοπρασίες για τον Ετήσιο Προγραμματισμό των επόμενων χρόνων, δηλαδή από το 2023 έως το 2026.
Τόσο ο ΔΕΣΦΑ όσο και ο ΑΔΜΗΕ έχουν στραμμένο το βλέμα τους στις δημοπρασίες που αφορούν το 2022, δεδομένης της πολύ ειδικής συνθήκης που έχει δημιουργηθεί λόγω των ιδιαίτερα αυξημένων τιμών στο φυσικό αέριο.
Το τοπίο, σύμφωνα με παράγοντες που γνωρίζουν το χώρο, είναι αχαρτογράφητο, καθώς είναι ακόμα άδηλο το τι θα κάνουν οι εισαγωγείς (και κυρίως οι ηλεκτροπαραγωγοί που φέρνουν μόνοι τους φορτία), αν δηλαδή θα προσέλθουν να κλείσουν slots για την επόμενη χρονιά ή θα «φοβηθούν» τις ακριβές τιμές και θα προτιμήσουν να ποντάρουν στο αέριο αγωγών.
Με βάση το πρόγραμμα του ΔΕΣΦΑ, ο προγραμματισμός περιλαμβάνει για το 2022 τη δυνατότητα έλευσης 23 φορτίων LNG.
Σύμφωνα με κύκλους του Διαχειριστή, οποιαδήποτε και αν είναι η εξέλιξη, δεν τίθεται άμεσα ζήτημα επάρκειας ή ασφάλειας εφοδιασμού. Ήδη η Ρεβυθούσα, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε πριν την κρίση, δεν καλύπτει πλέον παρά το 30% των εισαγωγών αερίου στη χώρα μας, με τη Βόρεια Διασύνδεση και τον TAP να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι πηγές αυτές θεωρούνται ασφαλείς για την τροφοδοσία της χώρας και την επόμενη χρονιά.
Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα των δημοπρασιών είναι σημαντικό, καθώς θα στείλει μηνύματα στην αγορά, ενώ ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος πρέπει να ξέρει κατά πόσον μπορεί να προσβλέπει στην πλήρη λειτουργία των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που καίνε φυσικό αέριο κατά τον εφετινό χειμώνα, θα διαμορφώσει ανάλογα τον προγραμματισμό του.
Ο ΑΔΜΗΕ, μη γνωρίζοντας βεβαίως και το πόσο βαρύς θα είναι ο χειμώνας, άρα και πόσο μεγάλη θα είναι η ζήτηση ρεύματος και αερίου, έχει ήδη αναφέρει στη μελέτη του για το χειμώνα, ότι θεωρεί απαραίτητη την παραγωγή από όλες τις διαθέσιμες θερμικές μονάδες.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του διαχειριστή, που εστάλη όπως συμβαίνει κάθε χρόνο στη ΡΑΕ, σε συνθήκες ισχυρού ψύχους στο διάστημα Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί μέγιστη ισχύς 8,8 – 9,5 GW και μέγιστη ημερήσια ενέργεια 180 – 190 GWh για την κάλυψη της ζήτησης.
Σε συνθήκες υψηλού φορτίου θα είναι απαραίτητη, πέραν των λιγνιτών, η παραγωγή όλων των μονάδων φυσικού αερίου ισχύος 4400MW. Για τις μονάδες αερίου έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησης, ωστόσο προκειμένου να λειτουργήσουν χωρίς πρόβλημα θα πρέπει να διασφαλιστεί εγκαίρως η επάρκεια καυσίμου, με τον αναγκαίο προγραμματισμό φορτίων.
Σε ό,τι αφορά τα υδροηλεκτρικά, το απόθεμά τους στους ταμιευτήρες ανέρχεται σε περίπου 1550GWh, περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2020, που όμως είναι στα χαμηλά επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας.
Τέλος για τις εισαγωγές ενέργειας ο ΑΔΜΗΕ επισημαίνει ότι αποτελούν προϊόν αγοράς που σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνουν προβλέψεις. Ο διαχειριστής παρατηρεί ωστόσο ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται διαστήματα σημαντικών εξαγωγών γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση της επάρκειας το επόμενο διάστημα.
Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι έχει ήδη τεθεί σε ετοιμότητα η ομάδα διαχείρισης κρίσεων, για την οποία τα αποτελέσματα των δημοπρασιών που αρχίζουν σήμερα για φορτία στη Ρεβυθούσα, θα αποτελέσουν στοιχείο που θα αξιολογηθεί, μεταξύ άλλων, για τη λήψη αποφάσεων.